- στροβῇ
- στροβέωtwirlpres subj mp 2nd sgστροβέωtwirlpres ind mp 2nd sgστροβέωtwirlpres subj act 3rd sgστροβῆι , στροβεύςscrew-pressmasc dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επταστρόβητος — ἑπταστρόβητος, ον (Μ) φρ. «ἑπταστρόβητον ὄρχημα» χορός με επτά συστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + στροβη τός «συνεστραμμένος» (< στροβώ «συστρέφω»)] … Dictionary of Greek